χαλκηδόνιον

χαλκηδόνιον
χαλκηδόνιον, τό,
A = στίμμι, interpol. in Dsc.5.84.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαλκηδόνιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκηδόνιον — τὸ, Α βλ. χαλκηδόνιος …   Dictionary of Greek

  • χαλκηδονίοις — χαλκηδόνιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκηδονίου — χαλκηδόνιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκηδονίων — χαλκηδόνιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκηδονίῳ — χαλκηδόνιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκηδόνιος — Ορυκτό, κρυπτοκρυσταλλοφυής παραλλαγή του χαλαζία. Παρουσιάζει διάφορες έγχρωμες ποικιλίες, που χρησιμοποιούνται ως πολύτιμοι ή ημιπολύτιμοι λίθοι: ερυθρός χ., καρνεόλιο, καστανόχρωμος χ., σάρδιο πράσινος, χρυσοπράσινο πράσινος ποικιλόστικτος,… …   Dictionary of Greek

  • χαλκηδονίωι — χαλκηδονίῳ , χαλκηδόνιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”